ευγενισμένος

ευγενισμένος
-η, -ον
βλ. ευγενίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευγενίζω — (ΑΜ εὐγενίζω) [ευγενής] καθιστώ ευγενές κάτι, εξευγενίζω μσν. (η μτχ. παρακμ.) εὐγενισμένος, η, ον 1. (για καταγωγή) ευγενικός 2. αυτός που έχει καλή ανατροφή, καλούς τρόπους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”